Ιστορίες απαράμιλλης τόλμης και ανδρείας συνοδεύουν τις μάχες που έδωσαν Έλληνες και ξένοι αεροπόροι πετώντας από το Καζαβήτι της Θάσου τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916 – 1918), του Μεγάλου Πολέμου όπως είναι ευρύτερα γνωστός. Ιστορίες που καταγράφηκαν ως θρύλοι στη συλλογική μνήμη των κατοίκων αυτού του νησιού. Περιστοιχισμένο από λιόδεντρα, δύο λόφους και το ψηλό Ψαριό στα νότια, το αεροδρόμιο του Καζαβητίου στις βορεινές ακτές της Θάσου δεν ήταν παρά «ένα κομμάτι γης μέσα στη θάλασσα», όπως το περιέγραψαν Άγγλοι αεροπόροι, ένα ανεμοδαρμένο – γι’ αυτό και επικίνδυνο – ακρωτήρι…
Το αεροδρόμιο στο Καζαβήτι της Θάσου δημιουργήθηκε από τις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία) το Μάιο του 1916 με διπλό σκοπό. Πρώτο ζητούμενο ήταν ο έλεγχος των βουλγαροκρατούμενων ακτών Θράκης (αρχικά) και Μακεδονίας (στη συνέχεια), ώστε να παρεμποδιστεί η δημιουργία εχθρικών ναυτικών βάσεων, οι οποίες θα απειλούσαν την κυριαρχία της Αντάντ στο βορειοανατολικό Αιγαίο. Δεύτερο ζητούμενο ήταν η παρενόχληση, έως και ακύρωση, της γραμμής εφοδιασμού Γερμανίας – Βουλγαρίας – Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τη διαμόρφωση του μετώπου του Στρυμόνα, όπου από το καλοκαίρι του 1916 κι έπειτα, αντιπαρατάχθηκαν δυνάμεις της Αντάντ με αυτές της Βουλγαρίας (κυρίως) και της Τουρκίας. Δηλαδή, το αεροδρόμιο στη Θάσο επρόκειτο να υπηρετήσει τις ανάγκες της Αντάντ, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τον Ιανουάριο του 1916, προσδίδοντας τακτικό πλεονέκτημα στην αντιπαράθεση με τις δυνάμεις (αεροπορικές, στρατιωτικές και δυνητικά ναυτικές) των Κεντρικών Αυτοκρατοριών που έδρευαν (και συνεχώς ενισχύονταν) στα εδάφη της δυτικής Θράκης. Σε αυτά τα πλαίσια, τον Απρίλιο του 1917, το αεροδρόμιο αξιολογήθηκε από τον Άγγλο αντιναύαρχο Cecil Thursby ως «η πλέον σημαντική βάση στην ανατολική Μεσόγειο».
Μεταξύ των ετών 1916 και 1918, έζησαν στη Θάσο και πολέμησαν με ορμητήριο την αεροπορική της βάση εκατοντάδες άνδρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αλλά και Γάλλοι υπήκοοι, φερμένοι από τα πέρατα του κόσμου, αριστοκράτες και «κοινοί θνητοί», με ένα και μοναδικό σκοπό: την ήττα του γερμανικού μιλιταρισμού και του βουλγαρικού εθνικισμού. Στην πολιτική τους ζωή κάποιοι από αυτούς ήταν καλλιτέχνες, κάποιοι αγρότες. άλλοι πάλι, μηχανικοί κι επιστήμονες. Έσπευσαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της πατρίδας – της δικής τους πατρίδας, εκπαιδεύτηκαν βιαστικά για τις ανάγκες του πολέμου, κατέκτησαν «επιτυχώς» την τρίτη διάσταση κι έλαβαν φύλλο πορείας για ένα άγνωστο νησί, το βορειότερο νησί στο καταγάλανο Αιγαίο. Οι περισσότεροι από αυτούς στα είκοσι τους χρόνια. Έδωσαν τις δικές τους μάχες απέναντι στον εχθρό. τον πρόδηλο – Βούλγαρους και Γερμανούς – και τον «αόρατο», αλλά πανταχού παρόντα κι εξίσου ενοχλητικό – τις ασθένειες και τις κακουχίες. Κάποιοι από αυτούς δε γύρισαν ποτέ πίσω στις πατρίδες τους και στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Έπεσαν στο βωμό του καθήκοντος «εν υπηρεσία».
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι ξένοι αεροπόροι, ναύτες, πεζοναύτες που έδρασαν στη Θάσο τα ταραγμένα και δύσκολα εκείνα χρόνια. Η ανεμπόδιστη κατάκτηση της ανατολικής Μακεδονίας από τους Βούλγαρους τον Αύγουστο του 1916 προκάλεσε κύμα αγανάκτησης στο σώμα των Ελλήνων αξιωματικών. Κάποιοι από αυτούς, μη δεχόμενοι να παραμένουν αδρανείς μπροστά στο δράμα Ελλήνων αδελφών που βίωναν ξανά τη στυγνή κατοχή των πατρογονικών τους εστιών από τον εχθρό, έσπευσαν να προσχωρήσουν στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν οι περισσότεροι αξιωματικοί του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος. Προσφέρθηκαν εθελοντικά να πυκνώσουν τις τάξεις των αεροπόρων της Αντάντ στη Θάσο, έχοντας ως μοναδικό σκοπό την εκδίωξη του Βούλγαρου εισβολέα από τα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας. Με αρχηγό τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη – αεροπόρο, υποπλοίαρχο (Ι) Αριστείδη Μωραϊτίνη, διακρίθηκαν σε όλα τα είδη των αποστολών, ισάξιοι με τους ξένους συναδέλφους τους. Εδώ στη Θάσο, σημειώθηκε η πρώτη απώλεια Έλληνα αεροπόρου κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Ο ανθυποπλοίαρχος (Ι) Δημήτριος Αργυρόπουλος καταρρίφθηκε κι έχασε τη ζωή του κοντά στη Θασοπούλα σε μια αποστολή πυρπόλησης της εχθρικής σοδειάς στις 5 Ιουνίου 1917. Δεν θα ήταν υπερβολή αν κάποιος ισχυριζόταν πως στη Θάσο, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγεννήθηκε και ανδρώθηκε το ελληνικό Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα.
Δυστυχώς, η καταγραφή αυτής της εναέριας αντιπαράθεσης πάνω από τις στεριές και τις θάλασσες της πατρίδας μας, υπήρξε κατά το παρελθόν συνοπτική και βεβιασμένη. γι’ αυτό και περιέχει λάθη και ανακρίβειες. Το παρόν βιβλίο φιλοδοξεί να αποκαταστήσει τα σφάλματα και να συμπληρώσει τα κενά της ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίες όσον αφορά στο αεροδρόμιο της Θάσου, στους αεροπόρους και τις επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από αυτό κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Είναι ο καρπός μιας μακρόχρονης και ιδιαίτερα απαιτητικής έρευνας στα κρατικά αρχεία της Μεγάλης Βρετανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας καθώς και σε βιβλιοθήκες, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές πολλών διαφορετικών κρατών. Οι πρωτογενείς πηγές περιλαμβάνουν μερικές χιλιάδες σελίδες στρατιωτικών εγγράφων (κυρίως αναφορών), ημερολόγια πλοίων, προσωπικά ημερολόγια κι επιστολές ανδρών και γυναικών που έδρασαν στη Θάσο, αλλά και δυσεύρετα βιβλία πτήσης Βρετανών αεροπόρων. Στις δευτερογενείς πηγές συγκαταλέγονται σπάνια βιβλία και αεροπορικά περιοδικά, άρθρα και δημοσιεύσεις. Οι φωτογραφίες συνιστούν σπανιότατο υλικό, ως επί το πλείστον αδημοσίευτο, που παραχωρήθηκε ευγενώς από συγγενείς πολεμιστών της Θάσου, μουσεία, συλλόγους και ιδιώτες. Ένα μέρος του πρωτότυπου υλικού ανήκει στο γράφοντα.
Θεωρώ υποχρέωση να ευχαριστήσω ένα σύνολο ανθρώπων που στήριξαν αυτήν την προσπάθεια. πρωτίστως, όμως, οφείλω θερμές ευχαριστίες στους Tony και Carol Henwood, οι οποίοι αφιέρωσαν δεκάδες ώρες στην αντιγραφή πρωτογενούς υλικού από τα βρετανικά αρχεία (The National Archives) σχετικά με τον αεροπορικό πόλεμο πάνω από την ελληνική επικράτεια κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Οι ίδιοι μου παραχώρησαν αντίγραφα των φωτογραφιών, του προσωπικού ημερολογίου και του βιβλίου πτήσης του μακρινού συγγενή τους, ανθυποπλοιάρχου (Ι) Norman Henry Starbuck. Σημαντική στιγμή στην όλη προσπάθεια αποτέλεσε η επικοινωνία μου με τον εγγονό του πρώτου Άγγλου αεροπόρου που προσγειώθηκε με ασφάλεια στο νησί της Θάσου, τον David Bremner. Τον ευχαριστώ όχι μόνο γιατί μου παραχώρησε χωρίς δισταγμό τις φωτογραφίες, τα σημειώματα, τις επιστολές και το βιβλίο πτήσης του παππού του – ανθυποπλοιάρχου (Ι) Donald H. Bremner (Bunnie), αλλά και γιατί μοιράστηκε μαζί μου το όνειρο της αναπαράσταση μιας πτήσης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από τη Θάσο με ένα Bristol Scout C, το οποίο κατασκεύασε ο ίδιος με την ομάδα του, πιστό αντίγραφο αυτού με το οποίο πετούσε ο Bunnie.
Ευχαριστίες, επίσης, οφείλω στη Lesley Courtney από τη μακρινή Ν. Ζηλανδία, αρχειοθέτη της βιβλιοθήκης Palmerston North City, για την εγκάρδια συνεργασία της στην προσπάθεια καταγραφής της προσωπικής ιστορίας του ανθυποπλοιάρχου (Ι) Philip Kenning Fowler. Δε θα μπορούσα να παραλείψω τους: Annie Barnes, Boris Ciglić, Peter Cowlan, Trevor Hudson, Simon Jervis, Oliver Lörscher, Errol Martyn, David Méchin, Geoff Morrison και Alan Smith που μου παραχώρησαν σπανιότατες φωτογραφίες των αρχείων τους, αλλά και σημαντικές πληροφορίες για ανθρώπους και γεγονότα. Πολύτιμος βοηθός αποδείχθηκε, επίσης, ο Σύλλογος Ιστορικών Αεροπορίας Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Cross and Cockade International) με έδρα τη Μ. Βρετανία. ιδιαίτερα δε, ο Michael Davis, διευθυντής σύνταξης του εξαιρετικού περιοδικού του συλλόγου. Τους ευχαριστώ θερμά.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στις αγαπητές συναδέλφους Έλσα Τεμεκονίδου και Άννα – Μαρία Τσακμάκη οι οποίες αφιέρωσαν μεγάλο μέρος από τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο τους, στηρίζοντας την όλη προσπάθεια. η Έλσα – καθηγήτρια φιλολογίας – επιμελήθηκε τα κείμενα του βιβλίου, η Άννα – Μαρία – καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας – μετέφρασε σπάνιες, χειρόγραφες αναφορές του διοικητή του γαλλικού αεροπορικού κλιμακίου στη Θάσου, υπολοχαγού (Ι) Rene Prejelan. Η βοήθεια και των δύο υπήρξε πολύτιμη. Εξίσου πολύτιμη υπήρξε η συνεισφορά του ακούραστου ερευνητή της ιστορίας της Θάσου, καθηγητή φιλολογίας και Προέδρου της Θασιακής Ένωσης Καβάλας, κ. Κωνσταντίνου Χιόνη, όχι μόνο γιατί εργάστηκε ακούραστα για τη διόρθωση των κειμένων, αλλά συνέδραμε με τη μεγάλη εμπειρία του στην απροβλημάτιστη έκδοση του βιβλίου. Τον ευχαριστώ από βάθους καρδιάς.
Η έκδοση του βιβλίου συνέπεσε με την παρουσία στο Δήμο Θάσου δύο ανθρώπων με μεγάλο ενδιαφέρον για την τοπική, και όχι μόνο, ιστορία. του δημάρχου Κωνσταντίνου Χατζηεμμανουήλ και του αντιδημάρχου Ιωάννη Πλαφαδέλη. Και οι δύο στήριξαν έμπρακτα και με ιδιαίτερο ζήλο την όλη προσπάθεια, γι’ αυτό και τους ευχαριστώ. Δε θα μπορούσα να μην αναφέρω τους «συναδέλφους», λάτρεις της αεροπορίας, σμήναρχο (Ι) ε.α. Παναγιώτη Γεωργιάδη, σμήναρχο (Ι) Παντελή Βατάκη και τον καθηγητή ιστορίας στη Σχολή Ικάρων, Κωνσταντίνο Λαγό, με τους οποίους μοιράστηκα τις χαρές και τους προβληματισμούς της έρευνας. Ευχαριστώ τέλος όλους όσους με στήριξαν σε αυτήν την προσπάθεια και πρώτα απ’ όλα την οικογένειά μου.
Ελπίζω κι εύχομαι αυτό το βιβλίο να είναι αντάξιο των προσδοκιών όλων των αναζητητών της αεροπορικής και τοπικής ιστορίας.