Προηγούμενη σελίδα

Στη Δύση της ζωής μου, οι αναμνήσεις με συντροφεύουν. Αναπολώ τα περασμένα που έζησα και χάθηκαν για πάντα με του καιρού τις αλλαγές. Οι αναμνήσεις με τρέφουν και με γυρίζουν πίσω στα παιδικά μου χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν οι έγνοιες της ζωής. Κάθε φορά που αναθυμούμαι τα περασμένα, η σκέψη μου ξυπνά τις πρώτες συγκινήσεις. Ζω τη γλυκιά ανάμνηση που φέρνει η αναπόληση του μακρινού ονείρου, για να βρεθώ και πάλι στην πραγματικότητα, στην καθημερινή ρουτίνα της ζωής.

Αγάπησα το μέρος που γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Μεγάλωσα στον Ποτό με την οικογένειά μου αλλά ανέβαινα κάπου κάπου και στο Θεολόγο για να επισκεφθώ τους γέροντες παππούδες και γιαγιάδες μου. Εκεί γνώρισα όλους τους συγγενείς μου, που δεν υπάρχουν πια. Εκείνος που έζησε το Θεολόγο τη δεκαετία του 1950-1960 νιώθει ένα κρύωμα σαν πατήσει σήμερα στα γνώριμά του μέρη, που άλλοτε έσφυζε η ζωή. Στέκει βουβός και άφωνος σαν φέρει γυροβολιά τους δρόμους και τα στενοσόκακα του πάνω και κάτω μαχαλά, και αντικρύσει πολλούς κήπους κι αυλόγυρους σπιτιών έρημους κι εγκαταλελειμμένους, παλιά αρχοντικά σπίτια άδεια και γκρεμισμένα, φτωχόσπιτα ρημαγμένα, καλντερίμια αλλαγμένα από του καιρού μας την εξέλιξη. Δεν ακούς πια τους καυγάδες των γυναικών για το ποια θα πρωτοποτίσει, ούτε το πάφλασμα του νερού καθώς κατέβαινε μ’ ορμή από τις στέρνες για να φθάσει στους κήπους. Δεν λειτουργούν πια τα εξοχικά κέντρα του Γρηγόρη Μαλλιαρού και του Άϊ-Γιάννη, ούτε συναντάς τους 3-4 βρακοφόρους που υπήρχαν ακόμα το 1950 και που τους έβλεπες να κάθονται στα καφενεία του Τσίκνα και της «Αριζεντίνας», που συνεχίζουν να λειτουργούν και σήμερα από τους απογόνους τους. Όλοι εκείνοι μας άφησαν χρόνους, ενώ πολλοί νέοι ακολούθησαν τον δρόμο της ξενιτιάς. Επιστρέφουν μερικοί σήμερα είτε για προσωρινή επίσκεψη, είτε για να αφήσουν τα κόκαλά τους στον τόπο που τους γέννησε και έζησαν τα πρώτα χρόνια της νιότης τους. Και βλέπεις κοπελιές, άλλοτε μικρούλες και κάποιες νιόπαντρες, σήμερα γερασμένες, ζαρωμένες από τον χρόνο και τα βάσανα της ζωής.

Η εξέλιξη μετέβαλε του χωρικού τη σκέψη. Αιώνων αντιλήψεις, ήθη και έθιμα άλλαξαν στη σύγχρονη εποχή. Μεγάλες πατριαρχικές οικογένειες που ξεχώρισαν και κατηύθυναν για χρόνια τα κοινοτικά πράγματα του Θεολόγου, έσβησαν ή προσαρμόστηκαν στη σημερινή πραγματικότητα. Η νεολαία σκόρπισε. Άλλοι αναζήτησαν εργασία σε ξένες χώρες, άλλοι έφυγαν κι εγκαταστάθηκαν σε πόλεις της Ελλάδας, άλλοι κατέβηκαν στις παραλίες κι ασχολήθηκαν με τον τουρισμό. Ο πληθυσμός του Θεολόγου αραίωσε και η παλιά πρωτεύουσα του νησιού θα είχε την τύχη του Κάστρου, αν δεν βοηθούσε ο τουρισμός που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια, γεγονός που περιόρισε το ρεύμα της εγκατάλειψης και της ερήμωσης.

Η εμφάνιση ξένων, που αγόρασαν και εξωράισαν παλιά σπίτια του Θεολόγου, διέκοψαν τον μαρασμό, ενώ η ασχολία των κατοίκων με τον τουρισμό έδωσαν νέα πνοή σ’ ένα χωριό που ψυχορραγούσε κι έσβηνε, αναστρέφοντας την πορεία του και μεταβάλλοντάς το σ’ ένα πραγματικό καλοκαιρινό θέρετρο, που το επισκέπτονται χιλιάδες τουρίστες, είτε για να χαρούν τα αξιοθέατά του, είτε για να απολαύσουν τα νόστιμα φαγητά που προσφέρουν οι παραδοσιακές ταβέρνες του.

Από αγάπη στη γενέτειρά μου άρχισα να ασχολούμαι με την ιστορία του, την οποία και πρόχειρα παρουσίασα σε τριάντα τρεις συνέχειες στην τοπική εφημερίδα «Θασίων γη», που εξέδιδε ο Σωτήρης Γερακούδης. Συμπληρώνοντας σήμερα την πρώτη εκείνη παρουσίαση με νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως από ανακοινώσεις που έγιναν στα δύο τελευταία Συμπόσια Θασιακών Μελετών, αποφάσισα να προβώ στην παρούσα συμπληρωμένη έκδοση. Ιδιαίτερα η ανακοίνωση του Κωνσταντίνου Χιούτη διαφωτίζει το άδοξο τέλος της επαναστατικής κίνησης των Θασίων το έτος 1828. Έτσι παρακολουθούμε την ιστορική πορεία της κοινότητας Θεολόγου μέσα από τις διάφορες πηγές που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς μέχρι σήμερα. Οι απογραφές των Οθωμανών που παρουσιάστηκαν από την Ευαγγελία Μπαλτά και από τον Δ. Καρύδη – M. Kiel περιέχουν ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία για τις αυξομειώσεις του πληθυσμού του Θεολόγου και των προϊόντων παραγωγής των κατοίκων αυτού. Τα αρχεία επίσης που εντόπισα στην κατοχή παλιών πατριαρχικών οικογενειών, που μερικά μάλιστα αγοράστηκαν μ’ υπόδειξή μου το 1974-1975 και βρίσκονται σήμερα στο Ιστορικό Αρχείο του Δημοτικού Μουσείου Καβάλας, περιέχουν πολύτιμα στοιχεία που ενδιαφέρουν την τοπική ιστορία. Αποτελούν, πράγματι, βασικές πηγές, γιατί μέσα από αυτά παρελαύνει ένας ολόκληρος κόσμος, καταγράφονται τα τοπικά ήθη και έθιμα, διασώζονται τα ονόματα προεστών και δημογερόντων, ιατρών και δασκάλων, μητροπολιτών και αρχιερατικών επιτρόπων, αγοραστών και πωλητών ακινήτων και όλων των επωνύμων και ανωνύμων της τουρκοκρατούμενης κοινότητας του Θεολόγου. Γενικά αναδύεται ένας κόσμος που έσβησε, αλλά δεν παύει να αποτελεί τη ρίζα μας. Κι αυτή τη ρίζα μας επιθυμούσα να παρουσιάσω, για να μάθουν οι συγχωριανοί μου την ιστορική πορεία του χωριού τους από τότε που κάνει την εμφάνισή του έως την απελευθέρωσή του. Παράλληλα παραθέτω στο τέλος και κάποια κεφάλαια που αναφέρονται στην εκπαίδευση, στα μετόχια, στις εκκλησίες και στα ξωκλήσια της κοινότητας Θεολόγου. Η εργασία μου κλείνει με την παράθεση κάποιων γενεαλογικών δένδρων, όσα μπόρεσα να εντοπίσω στις πηγές μας, για να γνωρίζουν οι νεότερες γενιές την ιστορική πορεία των οικογενειών τους. Συμπληρώνεται, έτσι, η ιστορία του Θεολόγου, που πολύ συνοπτικά μας την είχε παρουσιάσει προγενέστερα ο σημερινός πρόεδρος της Θασιακής Ένωσης Καβάλας Νικόλαος Τσιλογεώργης.

Συγγραφέας

Κωνσταντίνος Ι. Χιόνης

Αριθμός σελίδων

352

Διάσταση βιβλίου

16x24cm

ISBN

978-618-5246-20-4