Στα νυχτέρια, στις μακρόσυρτες νύχτες του χειμώνα, έλεγαν τόσο μεγάλα κι ωραία παραμύθια, που θα ‘μουν πολύ ευτυχής, αν σήμερα δεν ένιωθα την προδοσία της μνήμης, και μπορούσα να διηγηθώ κι εγώ μερικά. Ορισμένοι μεσόκοποι, τραχείς και σοβαροί άντρακλες ήξεραν ένα μόνο ίσως παραμύθι και για να το πουν έπρεπε να τους καλοπιάσει και να τους θερμοπαρακαλέσει η ομήγυρη: «Άντι Γιώρ’, πες μας ντουν αντρειουμένου», κι ήταν ο αντρειωμένος ο τίτλος του παραμυθιού που γνώριζαν όλοι από προηγούμενες χρονιές ή από άλλες φορές της ίδιας χρονιάς ότι «ου Γιώρ’ς» το ‘ξερε και το ‘λεγε τόσο όμορφα. «Ου Γιώρ’ς» πάντα έκανε τον δύσκολο, αλλά πάντα το ‘λεγε. Κι όταν αποφάσιζε, τι ιεροτελεστία ήταν εκείνη! Θα ‘ναβε με τελετουργικές κινήσεις το στριφτό του, πολλές φορές χρησιμοποιώντας «φ’λάδ’» αντί για τσιγαρόχαρτο, θα ‘παιρνε την κατάλληλη θέση με νωχελικές αλλά προσεγμένες κινήσεις, θα ‘ριχνε εξεταστική ματιά γύρω του να δει αν επικρατούσε νεκρική σιγή κι αν όλα τα μάτια ήταν ορθάνοιχτα, προσηλωμένα στα χείλη του, και τότε θα ‘ρχιζε. Δεν ήταν πια ο τραχύς άντρακλας του χωριού με τα ροζιασμένα χέρια και το αυλακιασμένο πρόσωπο. Ήταν ο απαράμιλλος καλλιτέχνης που δεν διηγόταν αλλά «ερμήνευε» ένα έργο, παίζοντας ο ίδιος όλους τους ρόλους του. Θα το είχε ερμηνεύσει τόσες φορές. Κάθε φορά όμως τελειοποιώντας τη φράση και βελτιώνοντας τη σκηνοθεσία. Ποτέ δεν επαναλάμβανε τον εαυτό του.