H Λουκία έφυγε από το σπίτι μέσα σε μια γκρίζα συννεφιά και με μια βαλίτσα στο χέρι. Μπήκε στο λεωφορείο και τράβηξε για μακριά, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Ήξερε μόνο ότι θα πέρναγε από δάση που βουίζουν αγριομέλισσες, μυρμήγκια που σκαλίζουν το χώμα και δηλητηριώδη φίδια που ρίχνουν το σάλιο τους φαρμακώνοντας τη γη. Και τώρα στα πενήντα της χρόνια πίστευε ότι είχε μέσα της τον καρπό του έρωτα. Ταξιδεύει σε μια σκοτεινή νύχτα. Γυρίζει και βλέπει σκορπισμένες ψυχές που πετάνε στον αέρα! Φαίνεται ψάχνουν να την βρούνε. Έτσι νομίζει. Έξω ο άνεμος ουρλιάζει θλιβερά. Μετά νομίζει ότι θα γεννήσει.
Υπέροχη ιδέα να φάνε το μωρό μου οι νεκροί, λέει, και όλα τελειώνουν μέσα της. Η ψυχή της ταξιδεύει σαν μια σκιά στον αέρα και στη συνέχεια μπαίνει στη μήτρα μιας άγνωστης γυναίκας.
Μετά από εννέα μήνες γεννήθηκε ένα κοριτσάκι και η Εύα λέει στον άντρα της ότι αυτό το μωρό είναι ένα δώρο σταλμένο από το Θεό. Ο άντρας της πιστεύει ότι το μωρό είναι από αυτόν και χαίρεται.
Την ονόμασαν Δωροθέα. Έτσι μεγαλώνει, ενώ στη ζωή της συμβαίνουν παράξενα γεγονότα. Είναι είκοσι ετών όταν μαθαίνει όλη την αλήθεια από το βιολογικό της πατέρα. «Είσαι η κόρη μου. Η δική μου κόρη». Σπάει τη σιωπή του και νιώθει απελευθερωμένος.
«Λες ψέματα!…» του φωνάζει, ενώ μέσα της φονικά μαχαίρια τρυπάνε το κορμί της.