Ο Κωνσταντίνος Αγγελούδης γεννήθηκε στο Ραχώνι της Θάσου, τέλη Νοεμβρίου 1923. Οι γονείς του, Άγγελος και Αργυρή, ήταν αγρότες, ντόπιοι Θάσιοι, προφανώς μακρινοί απόγονοι των Βυζαντινών, οι οποίοι κατέφυγαν στο νησί μετά την άλωση της Πόλης.
Εμαθήτευσε, προπολεμικά, στο Πρακτικό Λύκειο της ιστορικής Σχολής Αρρένων Καβάλας. Στην περίοδο της Βουλγαρικής κατοχής 1941-44, έμεινε εγκλωβισμένος στη Θάσο κι έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική αντίσταση. Το 1946 ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ, κατόπιν εξετάσεων, και την επόμενη χρονιά διέκοψε τις σπουδές του λόγω στράτευσης. Υπηρέτησε ως έφεδρος Ανθ/γός για τρία περίπου πολεμικά χρόνια, και το 1951 επανέλαβε τις σπουδές του μέχρι τον Ιούλιο 1954, οπότε πήρε το δίπλωμα του γιατρού.
Για δέκα, περίπου, χρόνια έκανε με τη σειρά τον Αγροτικό γιατρό στον Κεχρόκαμπο, τον εσωτερικό γιατρό στο Σανατόριο Καβάλας, το βοηθό γιατρό σε μεγάλα νοσοκομεία Θεσσαλονίκης και Αθηνών και τέλος τον Ακτινολόγο στο Κρατικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. Το 1964 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Καβάλα μαί με τη γυναίκα του, επίσης γιατρό. Επιτέλους αγκυροβόλησε στην «Ιθάκη του», όπου ανέπτυξε την επαγγελματική και κοινωνική του δραστηριότητα. Ασχολήθηκε με το συνδικαλισμό στα ιατρικά σωματεία και με τα πολιτιστικά της πόλης. Υπήρξε ο επανιδρυτής της Θασιακής Ένωσης Καβάλας και Πρόεδρός της για δύο συνεχείς θητείες. Απ’ αυτή την έπαλξη οργάνωσε και θέσπισε τα βραβεία για τους αριστούχους μαθητές Θασιακής καταγωγής και παρότρυνε, με διαλέξεις του, όλους τους απόφοιτους των Λυκείων του νησιού να σπουδάσουν σε ανώτερες σχολές, προκειμένου να βγουν όλα τα απωθημένα των Θασίων από την αγραμματοσύνη που τους έδερνε μέχρι το 1950.
Επίσης διετέλεσε στέλεχος του Συνδέσμου Εφέδρων Αξ/κών και του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών, αλλά ουδέποτε αναμείχτηκε στην πολιτική. Μετά την αποχώρησή του από το ιατρικό επάγγελμα (38χρόνια) και την απόσυρσή του στο ησυχαστήρι του Παλιού, άρχισε να γράφει διάφορα κείμενα, κυρίως γύρω από την αγαπημένη ιδιαίτερη πατρίδα του, και που αποτέλεσαν το περιεχόμενο του πρώτου βιβλίου του «ΘΑΣΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ».
Οι συγγραφικές του καταβολές ανατρέχουν στο 1944, όταν έγραψε μια θεατρική κωμωδία, την οποία σκηνοθέτησε και ανέβασε αμέσως μετά την απελευθέρωση στις ερασιτεχνικές σκηνές του Ραχωνίου και Πρίνου. Κατά την τραγική περίοδο της ζωής του (1988-90), μετά τον αδόκητο χαμό της αγαπημένης του Αναστασίας, συνέγραψε το οδοιπορικό της ζωής του (αυτοβιογραφία), το χειρόγραφο του οποίου κυκλοφόρησε μόνο στο στενό οικογενειακό και φιλικό του κύκλο.
Μετά τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου του «ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ», το έτος 2000, συνέχισε να δημοσιεύει διάφορα κείμενα, μερικά από τα οποία συνθέτουν το περιεχόμενο του τρίτου βιβλίου του, «ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ».
Το τέταρτο βιβλίο του «ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΙ ΑΡΩΜΑΤΑ» (2007) βραβεύτηκε ως βιβλίο της χρονιάς στον ετήσιο πανελλήνιο διαγωνισμό βιβλίου στη Σαλαμίνα υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.
Το πέμπτο ανά χείρας βιβλίο του, είναι το «ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ».
Και τα πέντε αποτελούν μια ωδή προς τον Δημιουργό και τον άνθρωπο, προς τη ζωή και τη φύση.